- καβουρντιστός
- και καβουρδιστός, -ή, -ό1. καβουρδισμένος, ξεροψημένος («καβουρντιστός καφές»)2. μτφ. ψημένος από τον ήλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < καβουρντίζωο τ. καβουρδιστός οφείλεται σε «υπεραστισμό» (βλ. λ. βόμβα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
καβουρδιστός — ή, ό βλ. καβουρντιστός … Dictionary of Greek
τσιγαριστός — ή, ό, Ν [τσιγαρίζω] αυτός που έχει τσιγαριστεί, τηγανιστός, καβουρντιστός, κοκκινιστός … Dictionary of Greek
καβουρδιστός — καβουρδιστός, ή, ό και καβουρντιστός, ή, ό 1. ξεροψημένος, τσιγαριστός, κοκκινισμένος. 2. μτφ., ψημένος από το λιοπύρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιγαριστός — ή, ό καβουρντιστός, κοκκινιστός: Τσιγαριστό κρέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)